- μερσί
- άκλ. (λ. γαλλ.), ευχαριστώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μερσί — ευχαριστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. merci < λατ. merces, edis «μισθός»] … Dictionary of Greek
Μέρσισαϊντ — (Merseyside). Κομητεία (652 τ. χλμ., 1.403.400 κάτ. το 2001) στο βορειοδυτικό τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Συνορεύει στα Β. με το Λανκασάιρ, στα Α με την ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή του Μάντσεστερ, στα Ν με το Τσέσαιρ και στα Δ με το… … Dictionary of Greek